- κτίλος
- κτίλος, -ον (AM)ήμερος, πράος, ευπειθής («ἦσαν δὲ κτίλα πάντα καὶ ἀνθρώποισι προσηνῆ», Εμπ.)αρχ.1. (για τον ιερέα τής Αφροδίτης) αγαπητός, προσφιλής2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κτίλοςτο κριάρι που προπορεύεται τού ποιμνίου3. φρ. «κτίλα ὤεα»πιθ. αβγά που έχουν εκκολαφθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κτί-λος εμφανίζει επίθημα -λος, δηλωτικό ανθρώπινων χαρακτηριστικών (πρβλ. φαύ-λος, χω-λός) και θ. κτι-, πιθ. τού κτίζω*, οπότε η λ. θα είχε τη σημ. «αυτός που κατοικεί σε σπίτι, συνεπώς αυτός που δεν είναι πολύ άγριος»].
Dictionary of Greek. 2013.